Δευτέρα 30 Οκτωβρίου 2017

Έρευνα: Μαρτυρίες ανθρώπων που βίωσαν την Κατοχή και τα «χρόνια της πείνας»



   
        Με αφορμή την εθνική επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940 και στο πλαίσιο της ιστορικής προσέγγισης του κειμένου «Οι πιτσιρίκοι» στο μάθημα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, οι μικροί δημοσιογράφοι του Γυμνασίου αποφάσισαν να ερευνήσουν και να βρουν πρόσωπα που έζησαν από «πρώτο χέρι» τις μέρες του πολέμου και της Κατοχής. Διαβάστε, λοιπόν, παρακάτω αφηγήσεις απλών, λαϊκών ανθρώπων, που μας μεταφέρουν τα βιώματά τους από την έκρηξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου, τις θηριωδίες των Γερμανών και τα «χρόνια της πείνας».


Από τον μαθητή Δημοσθένη Ντόκο, Β’  Γυμνασίου
         Ο παππούς μου, Στεφάνου Δημήτριος, γεννήθηκε 2 Οκτωβρίου του 1940. Αν και στα χρόνια της Κατοχής ήταν πολύ μικρός, υπάρχουν στιγμές και γεγονότα  που χαράχτηκαν  στη μνήμη του από την ευαίσθητη ηλικία των δύο, τριών και τεσσάρων ετών. Να πώς μου τα διηγήθηκε:
         «Από την επίθεση των πρώτων εχθρών, των Ιταλών, δε θυμάμαι απολύτως τίποτα, γιατί γεννήθηκα 2 Οκτωβρίου του 1940. Τους γνώρισα αργότερα, τα έτη 1942-1943, όταν μερικοί από αυτούς βρέθηκαν και στο χωριό μου, τη Γρανίτσα. Ήταν, πράγματι, πολύ δύσκολα χρόνια! Η πείνα θέριζε τον κόσμο! Οι περισσότεροι χωριανοί έλειπαν στον πόλεμο, πολλά παιδιά πέθαιναν από την πείνα και οι αρρώστιες ήταν «στην ημερήσια διάταξη»! Σχολείο δεν υπήρχε, είχε κλείσει και δουλειά είχε μόνο ο παπάς του χωριού, που δεν προλάβαινε να θάβει του χωριανούς! Τίποτα δε λειτουργούσε!
         Την εποχή εκείνη εγκαταστάθηκαν στο χωριό οι αντάρτες του Ε.Δ.Ε.Σ. Τους θυμάμαι, γιατί την ώρα που βάραγε η σάλπιγγα για το μεσημεριανό συσσίτιο, έτρεχα κι εγώ με την καραβάνα να πάρω λίγο πλιγούρι, για να φάω κάτι! Ήταν η εποχή, που ο κοντοχωριανός μας εν ονόματι Ζώτος και ο Δημήτριος Ιωαννίδης ήταν τότε επικεφαλής του στρατεύματος. Ο πατέρας μου, γυρνώντας από την Αλβανία γράφτηκε στο Ε.Δ.Ε.Σ., όπου ανήκε και ο αδερφός της μάνας μου.
         Ράδιο  τότε δεν υπήρχε στο χωριό και  τα ταχυδρομεία … σε κακή κατάσταση! Όλοι περίμεναν να γυρίσει κάποιος στρατιώτης από το μέτωπο, για να τρέξουν χωριανοί και κοντοχωριανοί να μάθουν νέα για το παιδί τους από τον πόλεμο! Κακοκαιρία και φτώχεια «με το τσουβάλι»! Το  χωριό αποδεκατίστηκε! Μέρα παρά μέρα χτυπούσε η καμπάνα του χωριού λυπητερά! Θυμάμαι  τους πρώτους Γερμανούς κατακτητές που ήρθαν στην περιοχή. Το πρώτο χωριό που έκαψαν ήταν το διπλανό χωριό, το Ραδοβίλι. Το θυμάμαι τώρα και νομίζω πως ακούω μοιρολόγια! Το δεύτερο χωριό ήταν το ακριβώς απέναντί μας, η Χίμκα. Εκεί υπήρξαν επτά θύματα με πρώτο τον ιερέα του χωριού!
        Ήμουν στον κήπο  με τη μάνα μου, όταν πέρασαν τα γερμανικά «Στούκας»(αεροπλάνα), που ήταν τόσα πολλά που σκέπασαν τον ήλιο!
         Κάθε βράδυ, κοντά στο χωριό Ζάλογγο, στη θέση Κορούνα, γίνονταν μικρές μάχες, τα λεγόμενα σαμποτάζ, με σκοπό  το «πλιάτσικο». Οι άνθρωποι αυτοί στην κυριολεξία πεινούσαν, κι αν έβρισκαν κάτι παραπάνω, όπως ψωμί, το έπαιρναν μαζί τους για τη νηστική οικογένεια!
         Κάθε Κυριακή, μετά τη λειτουργία, οι χωριανοί κάθονταν στον νάρθηκα της εκκλησίας και συζητούσαν τα νέα του πολέμου, δίνοντας παρηγοριά στους συγγενείς των θυμάτων.
         Όταν μεγάλωσα, διάβασα πολλά για την Κατοχή και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Και μερικά, όπως προδοσίες,  ρουφιανιές από Έλληνες για Έλληνες, με δυσαρεστούσαν. Και, δυστυχώς, αυτά υπάρχουν μέχρι και σήμερα!

          Δημοσθένη μου! Τέτοια χρόνια να μην ξανάρθουν ποτέ!!!»

Από τη μαθήτρια Αγγελική Γιαννούλη, Α’ Γυμνασίου     
           Την  παρακάτω  ιστορία  μού την διηγήθηκε η  γιαγιά μου,  Ανδρεάνα  Λυμπέρη. Συνέβη  στα χρόνια της  Κατοχής,  στο χωριό της γιαγιάς  μου,  τη  Γαβαλού  Μακρυνείας, στην  Αιτωλοακαρνανία.
         Στις  27  Ιουλίου  του  1943  μια  μικρή  ομάδα  τεσσάρων  Γερμανών   στρατιωτών, πέρασε  από το  χωριό   για  το  συνηθισμένο  πλιάτσικο. Οι  αντιστασιακές  οργανώσεις  της περιοχής τούς  επιτέθηκαν,  με αποτέλεσμα  δύο  από τους  τέσσερις να  σκοτωθούν,  ενώ  οι  άλλοι  δύο  να πιαστούν  αιχμάλωτοι.  Τη  νύχτα, όμως,  ο ένας  από  τους  δυο  δραπέτευσε  και ειδοποίησε τη  γερμανική  διοίκηση,  η οποία  έστειλε  τανκς  και  φορτηγά  με  Γερμανούς στρατιώτες. Για  αντίποινα οι Γερμανοί  σκότωσαν  όσους  κατοίκους έβρισκαν μπροστά τους. Οι περισσότεροι  ήταν  ηλικιωμένοι, γυναίκες  και παιδιά που  είχαν καταφύγει  στον κάμπο του χωριού. Η γιαγιά μου με τη μητέρα της και άλλους συγχωριανούς κρύφτηκαν στο δάσος κοντά σε ένα μοναστήρι  και  γλύτωσαν. Δεν  είχαν,  όμως, όλα τα  παιδιά  την ίδια τύχη. Άλλα  τα  σκότωσαν,  ενώ  ένα  κοριτσάκι  τεσσάρων  ετών   το  τύφλωσαν. Το  κοριτσάκι,  μεγάλη  γυναίκα τώρα πια,  ζει  ακόμη  στο  χωριό.  Όσοι  κατέφυγαν  στο  βουνό  παρακολουθούσαν ανήμποροι την  καταστροφή   που  γινόταν. Όταν  οι  Γερμανοί  έφυγαν, οι κάτοικοι επέστρεψαν  και αντίκρυσαν  πολλούς  νεκρούς  και καμένα  σπίτια. Το ίδιο είχε συμβεί  και  στα υπόλοιπα  χωριά  της  Μακρυνείας. Κάθε  χρόνο, στο  τέλος του Ιουλίου,  τελείται  μνημόσυνο στη  μνήμη των νεκρών.

 Από τη μαθήτρια Βένη Γεωργιάδη, Α’ Γυμνασίου
        Ο προπάππος μου ονομαζόταν Χαρίλαος Μαντέλας και πολέμησε στο Αλβανικό μέτωπο κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο. Κάθε φορά που συναντιόμασταν, μου έλεγε διάφορες ιστορίες για τον πόλεμο. Εκείνος ήταν λοχίας και οι μέρες του περνούσαν δύσκολα. Έτσι, πολλές φορές ανατρίχιαζε, όταν αναφερόταν σε κάποια περιστατικά ή σε κάποιες λεπτομέρειες. Η παρακάτω, όμως, ιστορία ήταν αυτή που τον σημάδεψε στην κυριολεξία για πάντα.
        Ήταν χειμώνας, όταν πολλοί μαζί βάδιζαν προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Ξαφνικά ακούστηκε ένας ήχος πολύ δυνατός, κάτι σαν έκρηξη. Ο προπάππος μου έπεσε σε νάρκη. Άρχισε να ουρλιάζει από τον πόνο, ενώ γύρω του υπήρχαν πολλά πτώματα. Κάποιοι από τους επιζώντες τον μετέφεραν πάνω στα μουλάρια και τον πήγαν  σε ένα  νοσοκομείο της εποχής. Τα μέσα ήταν λιγοστά και ο πόνος αφόρητος. Μέχρι να μεταφερθεί στο νοσοκομείο, έπαθε γάγγραινα, με αποτέλεσμα να κοπεί το πόδι του αρκετά πιο πάνω από το γόνατο. Από 24 χρονών περπατούσε με το μπαστούνι του και είχε ξύλινο πόδι.
       Θεωρώ ότι ο προπάππος μου ήταν ένας ήρωας και είμαι πολύ περήφανη για αυτόν. 

  Από τη μαθήτρια  Έλενα Θεοδώρου, Α’ Γυμνασίου
Η γιαγιά μου μου μιλούσε συχνά για τα δεινά της Κατοχής! Παραθέτω, λοιπόν, παρακάτω κάποια από τα στοιχεία και τα συμβάντα εκείνης της εποχής που χαράχτηκαν βαθιά μέσα στη μνήμη της:
        «…Το πιο φοβερό πράγμα στην Κατοχή ήταν η πείνα. Στο χωριό κάποιες οικογένειες είχαν λίγα πρόβατα, αλλά δεν τα σφάζαμε για να έχουμε το γάλα και το τυρί. Κρέας τρώγαμε πολύ σπάνια. Πολλοί είχαν χρόνια να φάνε κρέας. Το 1943 μια μεγάλη ομάδα Γερμανών που ερχόταν στο χωριό από το βουνό ψηλά, χωρίς κανένα λόγο, για πλάκα, πυροβόλησε πρόβατα που συνάντησε και τα πέταξε στο γκρεμό. Με το γεγονός αυτό στενοχωρηθήκαμε πολύ. Θυμάμαι τις μανάδες μας να κλαίνε και να λένε ότι θα πεθάνουμε από την πείνα, γιατί από τα ζώα είχαμε κάτι να τρώμε. Το χωριό μας είναι ορεινό και άγονο. Κάποιοι θαρραλέοι αντέδρασαν, αλλά δεν μπορούσαν να τους κάνουν και πολλά πράγματα, γιατί οι Γερμανοί έρχονταν στο χωριό πολύ οργισμένοι και οπλισμένοι. Έτσι, το χωριό φοβήθηκε πολύ ότι θα μας σκοτώσουν όλους. Το ξέραμε ότι σκότωναν από τα άλλα χωριά. Γι’ αυτό αποφασίσαμε να φύγουμε και να πάμε να κρυφτούμε στην απέναντι πλαγιά του βουνού σε μια σπηλιά, μέχρι αυτοί να φτάσουν μέσα στο χωριό. Όταν λοιπόν έφτασαν, βρήκαν ένα δεκαεπτάχρονο παιδί που αμέσως το κράτησαν και δεν το άφηναν να φύγει. Είχαν μαζί τους και κάποιον που μιλούσε ελληνικά. Του ζητούσαν να φέρει πίσω τους χωριανούς. Αλλά το παιδί τούς έλεγε ότι δεν ξέρει πού είναι. Μέσα στο χωριό μας δεν υπήρχε βρύση και αυτοί από τον δρόμο είχαν διψάσει. Έτσι, έστειλαν το παιδί να τους φέρει νερό. Η βρύση ήταν λίγο μακριά. Το παιδί τους έφερε νερό, αλλά δεν τους έφτασε και το έστειλαν να φέρει και δεύτερη φορά. Τότε το παιδί, όταν απομακρύνθηκε αρκετά, έβγαλε όλα του τα ρούχα, για να μην μπορούν να το διακρίνουν από μακριά και έφυγε και ήρθε στη σπηλιά. Όταν πέρασε αρκετή ώρα, και αφού δεν φαινόταν κανείς, για τιμωρία έκαψαν όλο το χωριό. Έτσι, αναγκαστήκαμε να μείνουμε για πολλούς μήνες έξω, είτε σε σπηλιές, είτε σε σκηνές και άλλοι αναγκάστηκαν να φύγουν».
                                                                                                                             Βαθύπεδο 1943.                                                                                                      
Από τη μαθήτρια Βασιλική Βούλγαρη, Α’ Γυμνασίου
Την παρακάτω ιστορία μού τη διηγήθηκε η γιαγιά μου, Βασιλική Μπαλή. 
        «Στον πόλεμο του ’40 ήμουν  πολύ μικρή και δε θυμάμαι πολλά, αλλά θυμάμαι κάποια πράγματα από  την Κατοχή και τον καιρό της μεγάλης πείνας. Οι Γερμανοί  έπαιρναν όλα τα αγαθά και τα τρόφιμα για το στρατό τους, με αποτέλεσμα οι κάτοικοι στις πόλεις να πεθαίνουν από την πείνα. Γι’ αυτό και η οικογένειά μου αναγκάστηκε να μετακινηθεί από την πόλη στο χωριό της, στην ύπαιθρο. Δυστυχώς, όμως, η πείνα έφτασε κι εκεί. Τον χειμώνα του ’41 -42 οι κάτοικοι δεν είχαν ούτε ψωμί να φάνε και οι Γερμανοί δεν τους άφηναν να μαζέψουν το σιτάρι από τα χωράφια τους.   Θυμάμαι,  επίσης, ότι μια γειτόνισσά μας είχε τρόφιμα -δεν ξέρω πώς-  και κάθε φορά μετά το φαγητό, τα τρίμματα από το ψωμί τα πέταγε στον σκύλο. Μια μέρα, λοιπόν, που περνούσα από  κει,   είδα που πέταγε τα ψίχουλα κι έτρεξα και μάζεψα όσα ψίχουλα μπορούσα, για να τα φάω.»

   Από τη μαθήτρια Έλενα Θεμελή, Α’ Γυμνασίου
       Ο προπάππους μου είχε πολεμήσει στον πόλεμο του 1940. Τώρα πια δε ζει, αλλά ο παππούς μου, που είχε ζήσει εκείνα τα χρόνια του Πολέμου και της Κατοχής, μου διηγήθηκε κάποια γεγονότα που έμειναν χαραγμένα στη μνήμη του:
       «Τον πατέρα μου, όταν είχε γίνει επιστράτευση, τον είχαν πάρει φαντάρο στο Αλβανικό Μέτωπο. Οι Ιταλοί το 1940  έδιωχναν τους ανθρώπους από τα σπίτια τους, για να μένουν αυτοί μέσα. Όλοι πεινούσαμε πάρα πολύ. Είχαμε φτώχια, μας έκλεβαν το καλαμπόκι, το σιτάρι και γενικά τα τρόφιμά μας. Θυμάμαι ότι τον πατέρα μου τον έπαιρναν για δουλειά οι Ιταλοί. Έρχονταν στο σπίτι, τον έπαιρναν με το αυτοκίνητο και το βράδυ, όταν τέλειωνε τη δουλειά, τον γυρνούσαν πάλι σπίτι. Για μεροκάματο τού έδιναν μια γαλέτα»(γαλέτα=είδος ψωμιού, ειδικά ψημένου, για να διατηρείται πολύ καιρό, που το χρησιμοποιούσαν κυρίως στον στρατό).
Διήγηση: Σιαχούλης Βασίλης
                                                                                   
Από τη μαθήτρια Μαριτίνα Παπαϊωάννου, Α’ Γυμνασίου
        «Ονομάζομαι Κωνσταντίνος Μάντζιος του Θεοδώρου και της Αικατερίνης. Είμαι προπάππος της Μαριτίνας και του Θοδωρή Παπαϊωάννου. Είμαι από ένα χωριό που είναι συνοικισμός της κοινότητας Χίνκας και ονομάζεται Ζορριάνη. Γεννήθηκα το 1926.Από το 1932 έως το 1938 πήγα στο σχολείο της Χίνκας, διότι εμείς δεν είχαμε δάσκαλο στο χωριό μας. Κάθε μέρα πήγαινα μία ώρα δρόμο με τα πόδια. Σηκωνόμουν εφτά η ώρα το πρωί και επέστρεφα εφτά η ώρα το βράδυ. Το 1938 τελείωσα το δημοτικό. Το 1939 ασχολήθηκα με τον πατέρα μου στους αγρούς. Με σήκωνε πέντε η ώρα το πρωί για να βοσκήσω τα βόδια, τα οποία μας βοηθούσανε να οργώνουμε τα χωράφια, για να μαζεύουμε τροφή να τρώμε. Δύσκολα χρόνια!
         Το 1940, στις 28 Οκτωβρίου, ο Μουσολίνι έστειλε τελεσίγραφο στον Ιωάννη Μεταξά, για να περάσει ο Ιταλός απ’ την Ελλάδα. Τότε ο Μεταξάς δήλωσε «όχι, δεν θα περάσεις» και ο Μουσολίνι κήρυξε πόλεμο στην Ελλάδα, που κράτησε έξι μήνες. Νικήθηκε ο Ιταλός απ’ την Ελλάδα, αλλά ήρθαν οι Γερμανοί. Επίταξαν όλα τα ζώα, έκαψαν σπίτια κι ήρθε κι η πείνα. Πολύ πείνα! Ο κόσμος υπέφερε! Και μετά, το 1943  ο Γερμανός  πολέμησε και με τον Ιταλό και με την Ελλάδα και έγινε εδώ «το Τέξας». Σκοτώθηκαν πολλοί Ιταλοί και Έλληνες. Και μετά ακολούθησε  εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των Ελλήνων. Τους Έλληνες τους χώρισαν σε δύο παρατάξεις και τ’ αδέρφια πολεμούσανε μεταξύ τους. Μαύρα χρόνια!
        Μετά τον πόλεμο έγινα μαραγκός από μεράκι. Ο πατέρας μου είχε κλείσει ένα σπιτάκι χωρίς πόρτες και παράθυρα, στο οποίο ψοφούσαμε από το κρύο. Στα είκοσι πέντε μου παντρεύτηκα και έκανα δική μου οικογένεια. Πολύ δουλειά δεν είχαμε και έτσι αναγκάστηκα να φύγω για τη Γερμανία ως μετανάστης. Εκεί δούλεψα εννιά χρόνια. Έπειτα γύρισα πίσω. Έφτασα 60 χρονών και μέχρι τα 80 μου ήμουν ψάλτης.
               Ήρθαν πλέον τα γηρατειά. Τώρα είμαι 88 ετών. Στη ζωή μου πέρασα πάρα πολλά, αλλά πόλεμος μην ξανάρθει!
Σας ευχαριστώ που μου δώσατε την ευκαιρία να ακουστώ!
Να δώσετε καλή φώτιση στα εγγονάκια μου και να γίνουν καλοί άνθρωποι!»  


Από τη μαθήτρια Έλενα Νασούλα, Α’ Γυμνασίου
Μαρτυρία του Διαμαντή Δάλα
       « Όταν κηρύχθηκε ο Πόλεμος του 1940 υπηρετούσα τη θητεία μου στο Μεσολόγγι, στο 39ο Σύνταγμα Ευζώνων. Το 39ο Σύνταγμα, πήρε εντολή να κινηθεί αμέσως προς το Μέτωπο. Ξεκινήσαμε με το τρένο από το Μεσολόγγι, για να φτάσουμε στο Αγρίνιο, όπου και κάναμε παρέλαση μέσα στην πόλη. Δεν ξέραμε ότι πάμε στο μέτωπο για να πολεμήσουμε, στο κέντρο είχαν πει ότι μας πάνε στην Άρτα, για να μας εκπαιδεύσουν στα νέα όπλα, αλλά από τις φωνές του κόσμου μάθαμε ότι κηρύχθηκε πόλεμος.»


Από τη μαθήτρια Βασιλική-Κυβέλη Βλάχου, Β’ Γυμνασίου
        Όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος, η προγιαγιά μου, Ιουλία Κατσαδήμα, το γένος Σάρρου, με καταγωγή από τη Βίτσα Ζαγορίου, ζούσε στα Ιωάννινα. Το σπίτι της βρισκόταν στο λόφο Βελισσαρίου. Στην κορυφή του λόφου ήταν εγκατεστημένο ένα αντιαεροπορικό πολυβολείο του στρατού. Η προγιαγιά μου μού διηγήθηκε για την πρώτη επίθεση των ιταλικών αεροπλάνων,  για τον ήχο των σειρήνων, τον κρότο των βομβών και τους πυροβολισμούς των αντιαεροπορικών. Τότε υπήρχαν στα Ιωάννινα και ελάχιστα ελληνικά αεροπλάνα, ένα από τα οποία έπεσε στη λίμνη. Το κοντινότερο καταφύγιο βρισκόταν σε ένα λατομείο, στη θέση Ζευγάρια, όπου κατέφευγαν οι Γιαννιώτες, τις πρώτες ημέρες του πολέμου.
        Όταν οι βομβαρδισμοί πύκνωσαν, η οικογένειά της, μαζί με άλλους συγγενείς αναγκάστηκαν να φύγουν και να πάνε στο Επισκοπικό, ένα χωριό έξω από τα Ιωάννινα. Εκεί βρήκαν καταφύγιο σε μια αγροτική οικογένεια, που τους έβαλε να μείνουν σε μια αποθήκη με καλαμπόκια. Στο δρόμο προς το χωριό, μια ξαδέλφη της προγιαγιάς μου, είχε το μωρό της μαζί, τυλιγμένο με μια κόκκινη κουβέρτα. Κάθε φορά που περνούσαν από πάνω αεροπλάνα, οι άλλοι της φώναζαν να πετάξει την κουβέρτα, για να μην γίνουν στόχοι.
        Στο Επισκοπικό έμειναν ένα μήνα. Μετά γύρισαν στα Ιωάννινα.  Όταν εισέβαλαν οι Γερμανοί στην Ελλάδα, κατέρρευσε το μέτωπο και οι Ιταλοί εγκαταστάθηκαν στην πόλη. Τότε συνέλαβαν τον πατέρα του παππού μου, Κωνσταντίνο Κατσαδήμα, και τον έβαλαν  φυλακή στην παλιά Ζωσιμαία, εκεί που είναι σήμερα το 1ο Γυμνάσιο. Τότε, η υπόλοιπη οικογένεια έφυγε για το Ζαγόρι. Οι μισοί πήγαν στο Μονοδέντρι και οι άλλοι μισοί στη Βίτσα. Εκεί ο προπάππος μου, Σπύρος Κατσαδήμας, συμμετείχε στην πρώτη αντάρτικη ομάδα, η οποία είχε έδρα το μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής, στο φαράγγι του Βίκου.  Η γιαγιά μου συμμετείχε στο αντάρτικο, στον εφεδρικό ΕΛΑΣ.  Ήταν τραυματιοφορέας και μαγείρευε για τους αντάρτες. Δεν θα ξεχάσει ποτέ τη μεταφορά ενός πληγωμένου αντάρτη, από το Μονοδέντρι στο νοσοκομείο των ανταρτών που βρισκόταν στο Τσεπέλοβο. Στη μεταφορά συμμετείχαν οκτώ γυναίκες. Τον αντάρτη τον μετέφεραν σε μια κουβέρτα, που την κρατούσαν τέσσερις κάθε φορά. Κατέβηκαν από τη «σκάλα» της Βίτσας, διέσχισαν τη χαράδρα του Βίκου, πέρασαν το γεφύρι του Μίσσιου και, μόλις άρχισαν να ανεβαίνουν τη Σκάλα  Κουκουλίου, διαπίστωσαν ότι ο τραυματίας είχε ξεψυχήσει. Νεκρό πια, τον κουβάλησαν μέχρι το Τσεπέλοβο, όπου έφθασαν κατά το βράδυ. Εκεί τον έθαψαν.

      Στο Μονοδέντρι έμειναν μέχρι το τέλος του πολέμου. Στο σπίτι, το οποίο σώζεται ακόμη και σήμερα στο Μεσοχώρι του χωριού, έμειναν μαζί με τριάντα αντάρτες, καθώς και με μια ομάδα  Άγγλων που είχαν πέσει με αλεξίπτωτο. Έφυγαν από εκεί, όταν οι Γερμανοί, βομβάρδισαν και γκρέμισαν την πρόσοψη του σπιτιού. Η απελευθέρωση τούς βρήκε στα Γιάννενα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου